- βαμμάτων
- βάμμαthat in which a thing is dippedneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικρές ουσίες — Φάρμακα ή δρόγες φυτικής προέλευσης με πολύ πικρή και δυσάρεστη γεύση, γενικά παράγωγα ή ενώσεις αλκαλοειδών· χρησιμοποιούνται συνήθως ως στομαχικά ή ορεκτικά. Πολύ διαδομένες είναι οι πικρές ουσίες που προέρχονται από τη ρίζα της γεντιανής και… … Dictionary of Greek